εξάγω

εξάγω
(AM ἐξάγω) [άνω]
1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.)
2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς»)
3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής σε άλλον για πούλημα («η Ελλάδα εξάγει σταφίδα, καπνό και λάδι»)
4. μεταφέρω κάτι έξω από τη χώρα για οποιοδήποτε σκοπό («πολλὰ ἄν τάλαντα ηὑρέθη ἐκ τῆς πόλεως τὰ πάντα ἐξαγόμενα»)
5. βγάζω κάτι από τη χώρα κρυφά («εξάγω συνάλλαγμα παράνομα»
«ἀργύριον μὲν γὰρ πῶς καὶ φωράσειεν ἄν τις τὸ δημόσιον ἐξαγόμενον...», Ξεν.)
νεοελλ.
Ι. 1. αποχωρίζω με προσπάθεια, αποσπώ βίαια από τη θέση του, ξεριζώνω
2. (για ρούχα) βγάζω
3. καταλήγω στο συμπέρασμα
ΙΙ. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το εξαγόμενο
1. συμπέρασμα, πόρισμα από συλλογισμό
2. αποτέλεσμα μιας αριθμητικής πράξης ή ενός μαθηματικού υπολογισμού
αρχ.-μσν.
1. παρατείνω μια συζήτηση
2. πιέζω, αναγκάζω
3. παράγω, δημιουργώ
αρχ.
1. φέρνω έξω για να οδηγήσω στη μάχη, σε κυνήγι κ.λπ. («τοὺς Λυδοὺς ἐξῆγε ἐς μάχην», Ηρόδ.)
2. φέρνω στον κόσμο, στο φως («τόν γε μογοστόκος Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε», Ομ. Ιλ.)
3. (για νεοσσούς) οδηγώ έξω από τη φωλιά («εὐθὺς ἐξάγουσι τοὺς νεοττούς»)
4. βγάζω από τη φυλακή («καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῑν τῆς πόλεως», ΚΔ)
5. (για αρχηγούς στρατού) εκστρατεύω («γνόντες δὲ ταῡτα ἐξάγουσι», Ξεν.)
6. εξέρχομαι («ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομάς», Ξεν.)
7. (για κατάσταση) περνώ («οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσιν»)
8. οδηγώ έξω για να θανατώσω
9. διώχνω κάποιον, από κτήμα στο οποίο εγείρει αξιώσεις («ἐξήγαγέ με ἐκ ταύτης τῆς γῆς», Δημοσθ.)
10. (για νερό) αποχετεύω
11. (για εφίδρωση) φέρνω έξω («ἐξάγεται μὲν γὰρ ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Ιπποκρ.)
12. (για δαπάνες) αυξάνω, μεγαλώνω
13. παράγω («οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῑς λόγοι», Σοφ.)
14. (για αβγά) εκκολάπτω
15. προκαλώ, διεγείρω
16. μέσ. συνεπάγομαι («ώς μικρά ἆθλα μεγάλας δαπάνας... ἐξάγεται», Ξεν.)
17. παρασύρω («ἔρως τις ἐξάγει», Ευρ.)
18. (με εμπρόθ. αιτ.) παρακινώ σε κάτι («καὶ μὴ μ' έπ' οἶκτον ἐξαγ' οὗ 'λελήσμεθα»)
19. (με κακή σημ.) παρασύρω («ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον», Θουκ.)
20. παραφέρομαι από το πάθος («ἐξαγόμενος τε ὑπὸ τοῡ θυμοῡ», Παυσ.)
21. (για λόγο) κάνω παρέκβαση («εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες καὶ παρεμβάλλοντες ἐρωτήματα», Πλούτ.)
22. φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω («είς ἔργον ἐξαγαγεῑν τὸ πρόβλημα», Πλούτ.)
23. αποδίδω σε άλλη γλώσσα («πρὸς τὴν ἑλληνικήν διάλεκτον ἐξάγειν τοὔνομα», Πλούτ.)
24. δίνω οδηγίες με τη διαθήκη μου
25. εξασκώ («τήν ἀρχὴν οὐκέτι βασιλικῶς, ἀλλὰ τυραννικώτερον ἐξάγειν»)
26. περνώ τη ζωή («οἱ τὸ μὲν παλαιὸν ἐξῆγον δικαιοσύνῃ χρώμενοι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξάγω — lead out pres subj act 1st sg ἐξάγω lead out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάγω — εξάγω, εξήγαγα βλ. πίν. 135 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξάγω — εξάχτηκα, εξαγμένος 1. φέρω κάτι έξω, κάνω κάτι να βγει, βγάζω. 2. (για προϊόντα και εμπορεύματα), κάνω εξαγωγή, διαθέτω για κατανάλωση σε αγορές του εξωτερικού. 3. μτφ., βγάζω κάποιον από κάποια κατάσταση, τον απαλλάσσω: Δε μας εξάγει από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγάγετε — ἐξάγω lead out aor imperat act 2nd pl ἐξᾱγάγετε , ἐξάγω lead out aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐξάγω lead out aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγμένα — ἐξάγω lead out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξηγμένᾱ , ἐξάγω lead out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηγμένᾱ , ἐξάγω lead out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάγαγε — ἐξάγω lead out aor imperat act 2nd sg ἐξά̱γαγε , ἐξάγω lead out aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐξάγω lead out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάγῃ — ἐξάγω lead out pres subj mp 2nd sg ἐξάγω lead out pres ind mp 2nd sg ἐξάγω lead out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξήχθην — ἐξάγω lead out plup ind mp 3rd dual ἐξάγω lead out aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξάγω lead out aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγαγόντα — ἐξάγω lead out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐξάγω lead out aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγαγόντων — ἐξάγω lead out aor part act masc/neut gen pl ἐξάγω lead out aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”